- Πύλον
- Πύλοςmasc/fem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πύλον — πύλος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίπυλον — τὸ, Α τριπλή πύλη («τοῑς σεβαστοῑς οἱ ἱματευόμενοι τὸ τρίπυλον καὶ τὰς στοάς», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πυλον (< πύλη), πρβλ. τετρά πυλον] … Dictionary of Greek
ενθυμούμαι — (AM ἐνθυμοῡμαι, έομαι και ἐνθυμίζομαι) έχω ή διατηρώ κάτι στην ψυχή μου, στη σκέψη μου, στη μνήμη μου, σκέπτομαι, σταθμίζω με τον νου, αναλογίζομαι, συλλογίζομαι («καὶ οἱ αὐτοὶ ἤτοι κρίνομέν γε ἤ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα», Θουκ.) νεοελλ. μσν … Dictionary of Greek
ημαθόεις — ἠμαθόεις, εσσα, εν (Α) (επικ. τ. τού αμαθόεις) ο αμμώδης («Πύλον ἠμαθόεντα», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
κόωνδε — (Α) επίρρ. προς την νήσο Κω. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κόων, αιτ. εν. τού Κόως, επικ. τ. τού Κῶς + επιρρμ. κατάλ. δε , δηλωτική τής προς τόπον κινήσεως (πρβλ. Πύλον δε, Ωκεανόν δε)] … Dictionary of Greek
πύλονδε — Α επίρρ. προς την Πύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιτ. Πύλον + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. Ἀθήνα δε)] … Dictionary of Greek